"Θα μείνω πάντα ιδανικός/κι ανάξιος εραστής/των μακρυσμένων ταξιδιών/και των γαλάζιων πόντων.".....................Νίκος Καββαδίας

* * * * * * * * * * * * * * * ** * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * Σεπτέμβριος 2018 * * * * * * * *

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Οι διανοούμενοι και το διακύβευμα της εποχής μας

21ος ΑΙΩΝΑΣ


03-Caldwell-Cerebration-detail
Νίκος Κατσιαούνης –
Το κείμενο αποτελεί το επίμετρο στο βιβλίο «5 Έλληνες Οικουμενικοί Στοχαστές» από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.-
Οι στοχαστές που παρουσιάζονται σε αυτό τον τόμο αντανακλούν μια παγκοσμιότητα της σκέψης. Υπήρξαν άνθρωποι που επηρέασαν με το στοχασμό τους την οικουμενική κληρονομημένη σκέψη, ενώ το έργο τους αποτελεί μέχρι και σήμερα σπέρμα γονιμοποιό για όσους θέλουν να διαυγάσουν με έναν ουσιαστικό τρόπο τη σημερινή κατάσταση, αλλά και να οδηγηθούν σε μια πιο ριζοσπαστική θεώρηση των πραγμάτων.
5-oikoumenikoi-ellines-stoxastes-1
Κάθε άνθρωπος είναι παιδί της εποχής του. Ζει, δημιουργεί, σκέφτεται, αμφισβητεί, ενσωματώνει ή απορρίπτει, παράγει σημασίες και δίνει νόημα σε αυτό που βιώνει ανάλογα με τις συνθήκες και την εκάστοτε κοινωνική κίνηση. Οι εν λόγω στοχαστές έδρασαν περίπου την ίδια πάνω-κάτω εποχή, σε διαφορετικά αλλά και κοινά πεδία αναζήτησης, και σε μια κοινωνικοϊστορική περίοδο όπου θα μπορούσαμε, με μια δόση αφαίρεσης, να πούμε ότι υπήρχε ένας ευρύτερος αναστοχασμός και ανάπτυξη μιας «επιθετικής» και ριζοσπαστικής σκέψης που διεμβόλιζε το υπάρχον. Οι διαψεύσεις και η ματαίωση των ελπίδων που γέννησαν οι κοινωνικές επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις, η βαρβαρότητα και το βίωμα των Ολοκληρωτισμών, αλλά παράλληλα και μια υπάρχουσα και δρώσα κοινωνική κίνηση που επιδίωκε τη ρήξη με την κυρίαρχη κατάσταση, οδήγησαν στην παραγωγή ενός μεγάλου, πολυσχιδούς και πολύπλευρου κριτικού στοχασμού που αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο ανάλυσης του υπάρχοντος αλλά και αναζήτησης του διαφορετικού, ενός άλλου κόσμου σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπήρχε.
Ήταν η περίοδος όπου άρχισε να αναπτύσσεται ένας κριτικός λόγος που δεν οριοθετούνταν απαραίτητα ανάμεσα στα κυρίαρχα αντιμαχόμενα στρατόπεδα της εποχής, αλλά προσπάθησε να τοποθετηθεί πέρα από αυτά και να ανακαλύψει νέους δρόμους. Σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος των διανοούμενων της εποχής, ειδικά μετά τη μεταπολεμική περίοδο, μία από τις κεντρικές δραστηριότητες ήταν η αμφισβήτηση της εξουσίας ως αυθεντίας και η υπονόμευσή της.[1] Η ενδυνάμωση των κριτικών εργαλείων, μέσω μιας ευρύτερης ενσωμάτωσης διεπιστημονικών θεωρήσεων, ενίσχυσε ουσιαστικά αυτή τη ρήξη με τις μορφές εξουσίας.
Την περίοδο, όμως, που βρέθηκαν στο προσκήνιο αυτοί οι ριζοσπάστες στοχαστές ακολούθησε μια άλλη, αρκετά διαφορετική. Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από έναν γενικευμένο κομφορμισμό και μια διευρυμένη ασημαντότητα, για να θυμηθούμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Αυτό αποτυπώθηκε στο χώρο του στοχασμού και της διανόησης. Η ριζοσπαστικότητα έδωσε τη θέση της στην ενσωμάτωση του κριτικού λόγου από το κυρίαρχο σύστημα. Ο δημόσιος διανοούμενος παραχώρησε τη θέση του στον τεχνοκράτη διανοούμενο.[2] Η πλειοψηφία των διανοούμενων είτε κλείστηκε στον εαυτό της και στα πανεπιστήμια, τελώντας το «λειτούργημα» της επιστημονικής και «ουδέτερης» έρευνας, είτε πρόσφερε απλόχερα τις υπηρεσίες στους μηχανισμούς εξουσίας.
Με αυτό τον τρόπο αποτέλεσαν τον πολιορκητικό κριό μιας ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης της κυρίαρχης εξουσίας αλλά και μιας τεχνικής διαχείρισης αυτής. Δηλαδή, η όποια παραγόμενη γνώση χρησιμοποιήθηκε για τη «βελτίωση» ή τη «μετεξέλιξη» των όρων κυριαρχίας και των δομών διακυβέρνησης. Αρκετοί από τους διανοούμενους, ακόμα και οι πάλαι ποτέ «ριζοσπάστες», όχι μόνο λειτούργησαν συμβουλευτικά-τεχνοκρατικά στη διαχείριση της εξουσίας, αλλά συμμετείχαν και οι ίδιοι σε καθεστωτικούς και κομβικής σημασίας θεσμούς συνδιαχείρισης, καταλαμβάνοντας θέσεις-κλειδιά στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
Εδώ θα ήταν πρέπον, νομίζω, να σημειωθεί ότι και η ίδια η κοινωνία πέρασε σε μια καινούργια κατάσταση. Η περίοδος από τα μέσα του 1970 και πέρα σημασιοδότησε μια αλλαγή στον τρόπο που το άτομο και η κοινωνία αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους (σε συνδυασμό με μια αναδίπλωση και αλλαγή του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου διαχείρισης). Ο διαρκής και άνευ όρων και ορίων καταναλωτισμός, ο κενός «ευδαιμονισμός», η πολυδιάσπαση της ταυτότητας και η μεγέθυνση της αλλοτρίωσης του υποκειμένου, η καθολική εξατομίκευση, η κονιορτοποίηση των σημασιών που συγκροτούν τις κοινωνίες ήταν μερικοί από τους παράγοντες που εξοβέλισαν κάθε υπόνοια αναστοχασμού και αναζήτησης. Το άτομο και οι κοινωνίες δεν αναζητούσαν πλέον το διαφορετικό, με αποτέλεσμα να εκλείψει κάθε ενδιαφέρον σχετικά με την αναζήτηση και τη σύνθεση νέων ριζοσπαστικών ιδεών.
Η μεγάλης διάρκειας απόδραση της πολιτικής από την κοινωνία, δηλαδή η παραίτηση και η αδιαφορία ενός μεγάλου μέρους του κοινωνικού συνόλου από τη διαδικασία της ενεργούς και διαυγασμένης κοινωνικοπολιτικής θέσμισης, έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της μέχρι και τις μέρες μας. Αποτελεί πλέον κοινό ότι η κρίση που βιώνουμε τόπο είναι κρίση θεσμών και νοήματος. Το κυρίαρχο σύστημα αδυνατεί πλέον να νομιμοποιήσει τα θεμέλια εγκυρότητάς του. Και είναι σήμερα που ένας νέος αναστοχασμός, μια νέα ριζοσπαστική θεώρηση αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Οι διανοούμενοι, παρόλο που υπάρχουν αρκετές και ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις, όχι μόνο δεν συμβάλλουν σε αυτή την προοπτική, αλλά αντίθετα προσπαθούν να επιτελέσουν το ρόλο του εγγυητή του συστήματος. Πλήρως αφομοιωμένοι και οργανικά δεμένοι με το κυρίαρχο καθεστώς, το υπερασπίζουν, καταδικάζουν κινήσεις ρήξης, απεγκλωβισμού και εξόδου και, όπως σωστά τους ονομάτισε ο Αλαίν Μπαντιού σε πρόσφατη ομιλία του στην Ελλάδα, αποτελούν τα «μαντρόσκυλα του συστήματος».
Στη σημερινή συγκυρία και με την πολιτική κρίση να βαθαίνει, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα του επαναορισμού των εννοιών. Να ξανασυζητήσουμε τους ορισμούς, τις έννοιες, τις σημασίες και τις αξιακές προκείμενες που συγκροτούν τις κοινωνίες, ορίζουν τη ζωή και δίνουν νόημα στα άτομα και τις κοινωνίες. Να τις ορίσουμε μακριά από το ασφυκτικό πλαίσιο της εξουσιαστικής δομής. Ο Καστοριάδης μάς υπενθυμίζει ότι κυρίαρχος είναι αυτός που ορίζει τις σημασίες κι όχι αυτός που κατέχει το μονοπώλιο της βίας. Αν ως άτομα και ως κοινωνία δεν το κάνουμε πράξη, τότε θα το κάνει κάποιος άλλος για εμάς με τις καταστροφικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Κι εδώ είναι που οι διανοούμενοι σήμερα μπορούν να συμβάλουν. Όχι στη βάση της καθοδήγησης αλλά στη βάση της δημιουργικής και διαλεκτικής σύνδεσης με ένα νέο χειραφετικό πρόταγμα ρήξης, σύνθεσης και δημιουργίας ενός καινούργιου κόσμου. Γιατί η μάχη των ορισμών και των σημασιών, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το κρισιμότερο διακύβευμα της εποχής μας.
[1] EdwardW. Said, Διανοούμενοι και εξουσία, μτφρ. Γιάννης Παπαδημητρίου, Scripta, Αθήνα 21999, σελ. 108.
[2] Κώστας Δουζίνας, «Οι σιωπηλοί και οι λαλίστατοι διανοούμενοι του καιρού μας»,Εφημερίδα των Συντακτών, 18/2/2014.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

ΓΥΜΝΙΣΜΟΣ, ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΦΥΣΗ - Του Κώστα Ζυρίνη

 Isabelle
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΗ:
Όταν η Εύα αποπλάνησε (δήθεν) τον Αδάμ, γέννησαν μερικούς ανθρώπους, κι αυτοί οι άνθρωποι στη συνέχεια έπλασαν τους θεούς. Δηλαδή, αποθέωσαν  την άγνοια. Αυτοί οι θεοί τους επέβαλαν εκ των υστέρων το φύλλο συκής και, κατά συνέπεια την περιέργεια του “τι να υπάρχει άραγε κάτω απ αυτό το φυλλαράκι”; Κι έτσι άρχισε να πληθύνεται η Ανθρωπότητα. Από μια περιέργεια. 

Του Κώστα Ζυρίνη

Στα χρόνια που άκμαζε ο πολιτισμός του Παρθενώνα, οι απανταχού δημιουργοί και θεράποντες-του τιμούσαν δεόντως το γυμνό κορμί στους τομείς της αισθητικής, της παιδείας, της θρησκείας και... της κρεβατοκάμαρας τους, θέλω να πιστεύω.

Χρόνια πολλά μετά, μια “καθαρή” ψυχή που άκουγε στο όνομα Παύλος -ψυχοβγάλτης κι αυτός- αφού κήρυξε εκτός νόμου τον Δία και το σόι του, αφού κατάργησε Δημόκριτους, Επίκουρους και όποιους όσους αντιφρονούντες νοήμονες, εισήγαγε τον Έναν και Μοναδικό Πατέρα  Παντοκράτορα. Κι αυτός ο ένας και μοναδικός δεν θα μπορούσε -κατά τη γνώμη του Παύλου πάντα- ν’ αντέχει την έκθεση σε κοινή θέα οποιουδήποτε πέους, αιδοίου, γλουτού, ή (χαριτωμένου έστω) βυζακίου. Επί ποινής Κολάσεως, σου λέει. Μιλάμε γιαπολλή αυστηρότητα. Σκέτη καταστολή! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.


Το θέμα μας είναι ο γυμνισμός. Και όχι αυτός ο γκετοποιημένος “φυσιολατρικός” γυμνισμός των προηγούμενων δεκαετιών που εκφυλίστηκε εν τέλει σε μια «μαστ» φευγαλέα μόδα κάποιων και καλά «πνευματικά χειραφετημένων» μικροαστών για να καταλήξει στη γραφικότητα, αλλά ο γυμνισμός ως συμφυές στοιχείο μιας γενικότερης πολιτισμικής κοσμοαντίληψης και μιας ανοιχτής οικολογικής συνείδησης. Και ως τέτοιος δεν μπορεί παρά να έχει, εκτός από τους φαρισαίους και ανεγκέφαλους φανατικούς της κάθε «ορθοδοξίας» και άλλους ποικίλους εχθρούς.

Επεισόδιο πρώτο. Τόπος: ένα γοητευτικό φαράγγι στην Ικαρία, τόσο απρόσιτο που, εκτός από μας, μόνο τα κατσίκια θ’ αποφάσιζαν να κατέβουν μέχρι κάτω, στην κοίτη του. Είμαστε τρία ζευγάρια με τέσσερα ανήλικα παιδιά και δυο ημίαιμα, άκακα σκυλιά. Στρώνουμε το έδαφος και στήνουμε τα πέντε διακριτικά αντίσκηνά μας κάτω από τη βαθιά σκιά των τεράστιων δέντρων. Είμαστε έτοιμοι ν’ αποτοξινωθούμε για είκοσι μέρες από την κόλαση των ανθρωπογενών ρύπων της Αθήνας.

Την επομένη, μερικοί από μας, οριζοντιωμένοι στην άμμο δίπλα στο κύμα, παίρνουμε ικανή δόση υπεριωδών ακτινων σε όλο (ανεξαιρέτως) το εμβαδόν της σάρκας μας, όταν καμιά δεκαριά «αγανακτισμένοι» ντόπιοι κάνουν απόβαση από ένα καΐκι και κινούνται εναντίον μας. Κανείς μας δεν σαλεύει. «Μαζεύτε τα και ξεκουμπιστείτε ρε...(ακολουθούν μια σειρά, κάθε άλλο παρά χριστιανικοί, βορβορώδεις χαρακτηρισμοί) …έχουμε και μικρά παιδιά που…». Δεν είχαν μικρά παιδιά μαζί τους (σε αντίθεση με μας), αλλά τέλος πάντων…

Κανείς μας δεν κινείται. Κάποιοι επιχειρούμε ν’ αναφερθούμε στα δικαιώματά μας ως Ελλήνων πολιτών ώσπου, ως αντεπιχείρημα, μια κοτρόνα δεκαπέντε κιλών ζυγιάζεται πάνω από το κεφάλι του ξαπλωμένου, πλην ατάραχου, γιου μου Ορέστη. Ευτυχώς κανείς μας δεν διαθέτει τόση γενναιότητα όση απαιτείται για να πλακωθούμε στο ξύλο μ’ αυτά τα διπλάσια σε αριθμό καθάρματα,  ρισκάροντας το κεφάλι ενός παιδιού. Του δικού μου παιδιού.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας στεκόμαστε, ως καταγγέλλοντες πλέον, μπροστά στον ιθαγενή αστυνομικό διοικητή, που έκανε μεν ότι δεν ήξερε τίποτε επί προσώπων και πραγμάτων, πλην επιχείρησε να μας διδάξει ολίγη ποινική δικονομία διαβάζοντας μεγαλοφώνως τα περί γυμνισμού σχετικά: «Ποινικός Κώδικας, άρθρο 353. Πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις. Πρώτον, όποιος δημόσια επιχειρεί ακόλαστη πράξη και προκαλεί μ’ αυτή σκάνδαλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Δεύτερον, όποιος εν γνώσει του προσβάλλει βάναυσα την αιδώ άλλου με ακόλαστη πράξη που επιχειρείται ενώπιον του τιμωρείται με φυλάκιση 6 μηνών». Και σηκώνει το βλέμμα του για να το καρφώσει πάνω μας ικανοποιημένος για την επαγγελματικώς άψογη στάση του.

«Πρώτον», του λέω, «ξεχάσατε περιέργως την κατακλείδα του 353, που λέει ότι για την ποινική δίωξη αυτής της πράξης απαιτείται έγκληση. Δεύτερον, πώς υποστασιοποιούνται οι όροι “σκάνδαλο”, “ακόλαστος πράξις” και “δημόσια αιδώς” όταν εμείς είμαστε αραχτοί στον ήλιο χωρίς ψυχή ζώσα γύρω μας; Τρίτον, σχετικό τμήμα ερμηνευτικής διάταξης του 353 λέει, μεταξύ των άλλων, ότι “η γυμνόστηθος εμφάνισις των γυναικών, και ο γυμνισμός γενικότερα, έπαυσε πλέον να θεωρείται ακόλαστος πράξις και δεν εμπίπτει πλέον στις διατάξεις του σχετικού άρθρου». Κουφάθηκε ο δικός σου, κι εμείς στου κουφού την πόρτα …

Το ίδιο βράδυ μαθαίνουμε στο ψιθυριστό από την ιδιοκτήτρια της ταβέρνας -η οποία ιδιοκτήτρια τα πρωινά ασκεί και καθήκοντα γραμματέως σε κάποια κοινοτική υπηρεσία- ότι γνωστός λεφτάς ιδιώτης, με πρωτοπαλίκαρο τον τραμπούκο με την κοτρόνα των δεκαπέντε κιλών που ακούει στο όνομα Καλαμπόγιας, θέλει ν’ ανοίξει παράνομα δρόμο στην πλαγιά του φαραγγιού και συνεπώς ο ακριβώς από κάτω προσωρινός καταυλισμός μας του δένει τα χέρια.


Όλοι ξέρουν τον τραμπούκο Καλαμπόγια στην περιοχή, αλλά πολλοί πιστεύουν ότι «θα τα κονομήσουν» από τις αμφιβόλου νομιμότητας δραστηριότητες του λεφτά ιδιώτη, άλλοι απλώς τον τρέμουν και κανείς δεν μιλάει. Αυτά, που λες, είναι και τα αίτια που ενεργοποίησαν τα χρηστά τους ήθη, με αιχμή το αντιγυμνιστικό τους μένος.

Μετά από μερικές μέρες αδιάλειπτου πολέμου νεύρων (αλλά και πυροβολισμών στον αέρα), αρχίζει ο καθ’ εαυτού βομβαρδισμός: τα μηχανήματα δεν μπορούν να περιμένουν άλλο. Τα φιτίλια ανάβουν, οι δυναμίτες εκρήγνυνται, τα βράχια κατρακυλούν από ψηλά και δυο από τα αντίσκηνα μας καταπλακώνονται από τις κοτρόνες. Ευτυχώς δεν έχουμε θύματα και παραμένουμε πεισματικά μέχρι και την τελευταία μέρα.


Επεισόδιο δεύτερο: Ένα άλλο καλοκαίρι. Νάξος. Μια απέραντη ονειρεμένη παραλία. Η ίδια περίπου παλιοπαρέα. Τα περισσότερα από τα αντίσκηνά μας παραμένουν διπλωμένα, διότι τα ξανθά καλάμια αφθονούν και το παιχνίδι της κατασκευής καλαμοσκέπαστρου είναι γοητευτικό. Τρία χιλιόμετρο πιο πέρα βρίσκεται ένα, από κάθε άποψη ακαλαίσθητο, φωνακλάδικο και οικονομικώς πιασοκωλάδικο «κάμπινγκ» διαθέτον ταβέρνα με κοψίδια, ντίσκο της συμφοράς και σούπερ μάρκετ!

Θεωρητικώς και ατύπως η παραλία είναι παραλία γυμνιστών. Πρακτικώς όμως, είναι τέτοια μόνο για τους πελάτες του κάμπινγκ. Οι άλλοι, μέχρι να γίνουν κι αυτοί πελάτες, βρίσκονται υπό απηνή διωγμό. Ως εξής: κάθε δυο-τρεις μέρες, χαράματα πάντα, δυο-τρία όργανα του τοπικού αστυνομικού τμήματος, με το πρόσχημα της παράνομης κατασκήνωσης, ξεχύνονται στην παραλία και με τα γκλομπ, με τις κλωτσιές ή και με τα δύο, ρίχνουν τα καλαμόπλεχτα σκιάδια, αδιαφορώντας για τη σωματική ακεραιότητα όσων κοιμούνται ανυποψίαστοι από κάτω.


Όταν πρόκειται για αλλοδαπούς, τους παίρνουν (παρανόμως εννοείται) τα διαβατήρια και τους λένε «ελάτε να τα παραλάβετε από το τμήμα, αφού φέρετε γραπτή βεβαίωση ότι έχετε βρει νόμιμο κατάλυμα». Εννοείται ότι άλλο «νόμιμο κατάλυμα» από το παρακείμενο κάμπινγκ δεν υπάρχει. Απροσχημάτιστο νταβατζιλίκι, δηλαδή.


Πριν μας ξυπνήσουν κι εμάς τα γκλομπ και τα ουρλιαχτά των μπάτσων, συντάσσω και καταθέτω μια λεπτομερή και εμπεριστατωμένη καταγγελία κατά των αστυνομικών οργάνων στην τοπική Εισαγγελία, ενισχυμένη με τις υπογραφές πολλών μαρτύρων και 
στη συνέχεια την κοινοποιώ στο ίδιο το αστυνομικό τμήμα (που δεν ήθελε αρχικά να την παραλάβει). Το «αντίσκηνο απαγορεύεται, κύριε…» μου την πέφτει ο αστυνομικός διοικητής και συνεχίζει «… επιτρέπεται μόνο σε ιδιωτικούς χώρους και με ορισμένες προδιαγραφές, όπως τα κάμπινγκ!». «Μα εγώ δεν είμαι εδώ γι αυτό. Κι εξάλλου δεν έχω στήσει αντίσκηνο. Ένα απλό σκιάδι από καλάμια …». «Ρυπαίνετε το χώρο…». «Αντίθετα καθαρίσαμε την παραλία σε πλάτος χιλίων μέτρων από την πρώτη στιγμή που …». «Είστε και γυμνισταί!». «Αποφάσισα να πάω στην Κόλαση, όπου, απ’ ό,τι άκουσα μικρός στην εκκλησία, όλοι εκεί είναι γυμνοί. Εσάς τι σας κόφτει;». «Είμαστε υπεύθυνοι για την έννομη τάξη!». «Όπως και για τη συλλογή διαβατηρίων και δολαρίων των αλλοδαπών που δεν θέλουν να μείνουν στο μαγαζί του φίλου σας για παράδειγμα!».

Μαζεύει έμπλεος τσαντίλας τη στοίβα των διαβατηρίων από το γραφείο του και τη ρίχνει στο συρτάρι. «Πηγαίνετε και … τελειώσαμε»!


Οι επόμενες μέρες κυλούν ειδυλλιακά για όλους τους ελεύθερους κι ωραίους της παραλίας, χωρίς γιουρούσια και κατασχέσεις διαβατηρίων,    ώσπου…

Τα χαράματα της αποφράδας μέρας που θα γυρίζαμε στην γκρίζα και μολυσμένη πρωτεύουσα του έθνους … με συλλαμβάνουν. Αυτόφωρο, λέει! Παράνομη κατασκήνωση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος!

Καταφέρνω να μη δικαστώ αμέσως.

Μήνες αργότερα, παίρνω και την απάντηση της Εισαγγελίας για τη   δική μου καταγγελία: «… κατόπιν εισαγγελικών ερευνών, δεν στοιχειοθετείται καμία παράβαση εκ μέρους των οργάνων…» Μεγάλε!

Και κάτι μέρες αργότερα βρίσκομαι στο εδώλιο του κατηγορούμενου στη Νάξο για «παράνομη κατασκήνωση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος», όπου και αθωώνομαι τελικά, καθότι οι της έδρας ζούσαν εκεί και ήξεραν πολύ καλά τι παιχνίδι παιζόταν.




Επεισόδιο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο… Μ’ αυτά και μ’ αυτά, κάπως έτσι ξεκίνησα να εγκαταλείπω τα πάτρια όλο και συχνότερα και να πηγαίνω γι άλλα μέχρι που κατέληξα να γυρνάω τον πλανήτη πάνω κάτω και πλαγίως. Ουδέν κακό αμιγές καλού!

Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική όψη της πραγματικότητας περί τη δυνατότητα του κατασκηνώνειν ελευθέρως και του γυμνιστικού δικαιώματος.


Σήμερα όλο και περισσότεροι πολίτες αυτής της χώρας με την ανεπανάληπτη φυσική ομορφιά νοιώθουμε τη ζωτική ανάγκη για μια ισορροπημένη σχέση με το παρθένο φυσικό περιβάλλον.

Όλο και περισσότεροι αποζητούμε τη γαλήνη και τη ψυχική αποκατάσταση που χαρίζει απλόχερα η αμόλυντη φύση.

Όλο και περισσότεροι αντιδρούμε στο ρόλο του υποταγμένου μαζάνθρωπου που μας επιφυλάσσει η μεταβιομηχανική καπιταλιστική κοινωνία.

Όλο και περισσότεροι, λοιπόν, επιχειρούμε ν’ αποδράσουμε από την κυκλοφοριακή βαρβαρότητα και την απομόνωση των κελιών οπλισμένου σκυροδέματος, τα οποία (χλευαστικά) χαρακτηρίζονται σπίτια.

Είναι κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ τον κατά τα άλλα συμπαθή κλασικό φυσιολατρικό γυμνισμό. Είναι η ενστικτώδης ανάγκη επιβίωσης. Και δεν νοείται (για τους όσους νοήμονες) επιβίωση έξω και ενάντια στη Φύση. Θύμωσα πάλι!

Όλοι εμείς οι «εστέτ της φυσικής ευζωίας», όπως με χαρακτήρισε κάποτε ένας ταπεινός όσο και χαρισματικός παπάς που λειτουργεί σε κάποιο εκκλησάκι της Σερίφου και που, μιλώντας μαζί του για τον Επίκουρο, τη φαραωνική Αίγυπτο και τους ινδουιστές γυμνόσοφους μέχρι τη σύγχρονη οικολογία, συμφωνήσαμε (σχεδόν) σε όλα… Όλοι «εμείς» λοιπόν, οι ανοχύρωτοι και σκόρπιοι «εστέτ της φυσικής ευζωίας», λέμε εξ επαγωγής «όχι»:



Λέμε «όχι» κατ’ αρχάς στα λιγούρια που κυκλοφορούν στις κυριλάτες «γυμνιστικές» παραλίες με το μάτι τους θολό από την αιώνια στέρηση.


Λέμε «όχι στους λαδωμένους μποντιμπιλντεράδες με τα χρυσά μπρασελέ που παίζουν ρακέτες με τις ώρες πάνω από τα κεφάλια μας, με την ελπίδα να τραβήξουν την προσοχή κάποιας (ή κάποιου) υποψήφιου ερωτικού εταίρου.





Λέμε «όχι» στους “φτασμένους” που εισβάλλουν στις ερημικές κόχες μας με το ταχύπλοο ή το πανάκριβο τζιπ, με “αντισκηνάκι”  έξι δωματίων, φορητό ψυγείο, φορητή τηλεόραση, φορητό ντόπερμαν, φορητή Φιλιππινέζα, φορητά κακομαθημένα παιδιά, φορητή πισίνα, φορητό τηλέφωνο, φάξ,ίντερνετ και ονλάιν σύνδεση με τη Σοφοκλέους, φορητό μαγνητόφωνο με άσματα Καρβέλα και Πανταζή … Αυτοί είναι οι πλέον αφόρητοι.


Λέμε «όχι» στις μη μου άπτου γκόμενες με τα μαύρα γυαλιά και τα δεκάδες μπουκαλάκια με τους αντηλιακούς, αντικυτταριτιδικούς, εντομοαπωθητικούς (και γενικώς απωθητικούς) σοβάδες.

Λέμε «όχι» στους ματάκηδες του απέναντι βράχου. Στους καλοκαιρινούς κρότωνες των δικών μας λημεριών.

Λέμε «όχι» σ’ όλα εκείνα τα δίποδα γαϊδούρια (στα τετράποδα λέμε «ναι») που αφήνουν τα σκουπίδια τους στην παραλία και τα μαζεύουμε εμείς, τα «κορόιδα». Και λέμε το πιο έντονο όχι στους μικρόνοες ωχαδερφιστές που ανάβουν τη «ρομαντική φωτίτσα» τους στην παραλία, δέκα μέτρα από την απαρχή του πευκοδάσους.

Λέμε «ναι» στις γελάδες, στα κατσίκια, στα πρόβατα, στις πεταλούδες, στα τζιτζίκια, στις μέλισσες… ακόμα και στους σκορπιούς. Και τι έγινε, δηλαδή! Και λέμε «ναι» γενικώς σ’ όσους δεν λέμε «όχι».

___________
http://zyrinis.gr/node/14706