"Θα μείνω πάντα ιδανικός/κι ανάξιος εραστής/των μακρυσμένων ταξιδιών/και των γαλάζιων πόντων.".....................Νίκος Καββαδίας

* * * * * * * * * * * * * * * ** * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * Σεπτέμβριος 2018 * * * * * * * *

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Ὠδὴ διὰ τὸν γάμον τοῦ φίλου μου ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΑΡΚΟΡΑ, χαριτολόγου ποιητοῦ

Dionisis Vitsos
ΖΑΚΥΝΘΟΣ


Ὠδὴ διὰ τὸν γάμον τοῦ φίλου μου
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΑΡΚΟΡΑ, χαριτολόγου ποιητοῦ
.Αἲ μωρὴ Μοῦσα ποῦ ἤσουνε;
Ποῦ περπατεῖς τζουρδέλα;
Ἐμπρὸς μαζῇ μου, γλήγορα,
Πάρ’ τὴν κιθάρα κ’ ἔλα·
Δυὸ μῆνες εἶνε ’ποῦ ἔφαγα
Τὸν κόσμο νὰ σ’ εὑρῶ!
Μὴ φοβηθῆς, ’ς τὸ Μέτσοβο
Δὲν πᾶμε, οὐδὲ ’ς τοῦ Πέτα,
Ὅπου τὰ βόλια ἐπέφτανε,
’Σὰ νἄπεφταν κουφέτα!
[...]
Ὅπου θὰ πᾶμε, Μοῦσά μου,
Τουφέκια, γιαταγάνια
Δὲν θὰ νὰ ἰδῇς· μόν’ ὤμορφα,
Καλόμοιρα στεφάνια,
Γέλοια, χαραὶς, λαλούμενα...
Θὰ φᾷς ζαχαρικά.
[...]
Ἀκοῦς, ἀκοῦς, πλημμύρισε
Ἀπὸ ἁρμονία ὅλ’ ἡ σφαῖρα!
Καὶ σὺ δὲν ξεβουβαίνεσαι
Κακή σου μαύρη μέρα,
Μόνε ’ς τὴν ἄκρη μοὔκατζες
Καὶ ξεῖς τὴν κεφαλή;
Μοῦσα, μὰ τὸν Ἀπόλλωνα,
Τὴ μούρη θά σοῦ σπάσω,
Ἄν δὲν μὲ κάμῃς σήμερα
Τραγοῦδι νὰ χορτάσω.
Ἢ λάλει, ἢ αὐτὸ τὸν κίθαρο
’Σ τὸν σπῶ ’ς τὴν κεφαλή!
.
Φωτοχυσία ’ς τὴν Κέρκυρα,
Τρωγούδια καὶ χαραίς!
Ἐδῶ σφυρίζουν ἅμαξαις
Μ’ ἑλληνικαὶς παρθέναις·
’Κεῖ σέρνουν κουδουνίζοντας
Γρηαὶς τσουτσουρδωμέναις·
Ἀλλοῦ κυράδες τρέχουνε
Μεσόκοπαις, καὶ νιαίς!
Ἰδοὺ καὶ τ’ ἀρχοντόπουλα
Μὲ τὸ γυαλὶ ’ς τὸ μάτι,
Ποῦ λὲς καὶ λένε, ἰδέτε μας....
Ἰδέτε μας κομμάτι....
Παρόμοιαις χάρες τάχατε
Δὲν πρέπουν κ’ εἰς ἐμᾶς;
Πλούσιοι, φτωχοὶ, χρυσόχεροι
Καὶ ξεπεσμένοι ἀρχόντοι,
Τεχνίταις κ’ ἐπιστήμονες,
Καὶ γέροι μ’ ἕνα δόντι,
Λάμπει ὁλονῶν ’ς τὸ μέτωπο
Ἡ ἀχτῖνα τῆς χαρᾶς!...
.
—Μωρὲς παιδιὰ, ποῦ τρέχετε
Μὲ τὸν Μητροπολίτη;
—Ποῦθ’ ἕρχεσαι, ἀπ’ τὰ Κράτζαλα;
’Σ τοῦ Δούσμανη τὸ σπῆτι,
Ὅπου θὰ λάμψῃ σήμερα
Γάμος βασιλικός!
Πῶς! δὲν τὸ ξέρεις;... μάλιστα
Τ’ ὡραῖό του κοριτσάκι,
Τοῦ Μαρκορᾶ Γεράσιμου
Θὰ δώσῃ τὸ χεράκι.
—Ὁ φίλος μου, ὁ Γεράσιμος,
Θὰ νὰ γενῆ γαμπρός!
.
Μπροστὰ Μοῦσα.... πῶς! ἔμεινες;
Ἆ, δίχως καλεστῆρα
Φοβᾶσαι μὴ ’ς τὴ μούρη μας
Βροντήσουνε τὴν θύρα;
Εἶναι εὐγενὴς ὁ Δούσμανης,
Δὲν κάνει αὐτό εἰς ἐμᾶς.
.
Σιωπὴ, νὰ μὴ ξυπνήσωμε
Τὸ δροσερὸ παιδάκι·
Ἰδὲς πῶς τὸ χαμόγελο
Τοῦ παίζει ’ς τὸ χειλάκι!
Ἰδὲς, δὲν εἶναι ἡ κόμη του,
Σὰ μάλαμα λαμπρό!
Στρέψε νὰ ἰδῇς Γεράσιμε
Τ’ ἁγνότατό σου ταῖρι,
Ἕνα μικρὸ ἀγγελόπουλο
’Σ τὴν ἀγκαλιὰ του φέρει.
Ὤ! δέξου το, Γεράσιμε,
Παιδάκι σου εἶναι αυτό.
Πᾶνε ᾑ χορδαὶς τῆς λύρας μου
Ταὶς ἔσπασε ἡ χαρά μου·
Ὁ λάρυγγάς μου ἐβράχνιασε
Ἀπὸ τὰ φωνατά μου.
.
Παύω· ’τί ἡ Μοῦσα μ’ ἄφηκε
Σὰν ἰῶτα, μοναχή!
Μάλιστα, ἡ μοῦσα μου ἔφυγε,
Κ’ ἔφυγε κακιωμένη.
Γιατί δὲν τὴν κεράσατε
Τὴν κακομοιριασμένη,
Κἂν δύο ζαχαροκούλουρα,
Ἕνα γυαλὶ ῥακί!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΟΥΣΟΣ

[ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΡΟΥΣΟΣ Ή ΜΑΝΟΥΣΗΣ (Κέρκυρα 1828 – Βενετία 1903): Αποφοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία και κατόπιν έφυγε για την Ιταλία, όπου σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβας και κατατάχθηκε στον ιταλικό στρατό, από όπου αποστρατεύτηκε με το βαθμό του ταγματάρχη. Κατόπιν απόρριψης αίτησής του να υπηρετήσει τον ελληνικό στρατό επέστρεψε στην Ιταλία.Τα πρώτα του ποιήματα δημοσίευσε στα ιταλικά, και γνώρισε επιτυχία με το Il canto del soldato.
Το 1848 δημοσίευσε το Θάνατο της τυφλής, ποίημα γραμμένο σε τρίστιχα της τεχνοτροπίας του Δάντη, και επηρεασμένο από τις σολωμικές γλωσσικές απόψεις.
Το 1850 δημοσίευσε σε φυλλάδια μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών με τον τίτλο Τραγούδια εθνικά συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντωνίου Μανούσου.
Το 1852, μετά από πρόσκληση του μητροπολίτη Ιωαννίνων ίδρυσε έδρα ιταλικής γλώσσας στην πόλη, όπου δίδαξε για τέσσερα χρόνια.
Το 1857 δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Στεναγμοί και το 1876 τα Λυρικά ποιήματα.
Το 1882 δημοσίευσε το μελόδραμα Δέσπω η ηρωίς του Σουλίου, τη μουσική για το οποίο έγραψε ο Παύλος Καρρέρ].

____________
[ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ(Κεφαλλονιά 1826 – Κέρκυρα 1911) : Ποιητής, μαθητής του Διονύσιου Σολωμού.Από τους σημαντικότερους της «Επτανησιακής σχολής».]
[Φωτογραφίες:  [1] ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ, 
[2] ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΝΟΥΣΟΥ]